Ποιο είναι το κεντρικό μήνυμα που θέλεις να μεταδώσεις με το καινούργιο έργο σου;
Στα Χαμένα ίχνη ήθελα να φωτίσω τρεις μεγάλες αλήθειες της ζωής. Πρώτον, ότι κανείς δεν είναι τέλειος. Όλοι κουβαλάμε λάθη, σκιές, αδυναμίες, αλλά όλοι αξίζουμε μια δεύτερη ευκαιρία. Το βιβλίο αναδεικνύει πόσο εύκολο είναι να χαθεί κανείς, αλλά και πόσο σημαντικό είναι να του δοθεί ο χώρος να ξαναβρεί τον δρόμο του.
Δεύτερον, θέλω να αναδείξω ένα κοινωνικό φαινόμενο που με ενοχλεί βαθιά: την ευκολία με την οποία οι άνθρωποι ανακατεύονται στις ζωές των άλλων, το πόσο συχνά διαμορφώνουν άποψη χωρίς να ξέρουν τίποτα, το πόσο εύκολα κρίνουν από απόσταση, χωρίς ενσυναίσθηση.
Στο βιβλίο, αυτή η “άποψη των άσχετων” γίνεται σχεδόν ένας αθέατος χαρακτήρας που διαμορφώνει καταστάσεις.
Τρίτον, θέλω να μιλήσω για τα παιδιά. Τα παιδιά που ζητούν όχι μόνο αγάπη, αλλά παρουσία· που έχουν ανάγκη από προσοχή, κατανόηση, φροντίδα. Η αγάπη είναι η βάση, αλλά δεν αρκεί μόνη της. Πρέπει να έχουμε τα μάτια και τα αυτιά μας ανοιχτά, να αφουγκραζόμαστε τον ψίθυρο της ψυχής τους πριν αυτός γίνει κραυγή βοήθειας.
Το βιβλίο μου είναι μια υπενθύμιση ότι οι άνθρωποι είναι εύθραυστοι – και γι’ αυτό πολύτιμοι.
Ποια εμπειρία ή τι είδους συναισθήματα σε οδήγησαν να γράψεις το συγκεκριμένο βιβλίο;
Η κινητήρια δύναμη πίσω από το βιβλίο ήταν ένα κύμα ευθύνης, αγάπης και φόβου. Ως μητέρα, έχω νιώσει πολλές φορές το άγχος να κάνω σωστές επιλογές, τον φόβο μήπως δεν δω κάτι που πρέπει να δω, τη διαρκή αγωνία για το παιδί μου. Αυτά τα συναισθήματα –τόσο οικείες αλήθειες για κάθε γονιό– με ώθησαν να γράψω μια ιστορία που αγγίζει τον πυρήνα της σχέσης γονιού και παιδιού.
Παράλληλα, ως άνθρωπο, με συγκλόνισαν ιστορίες ανθρώπων που χάθηκαν μέσα στην ίδια τους τη ζωή. Που παραγκωνίστηκαν, παρεξηγήθηκαν, κρίθηκαν σκληρά, χωρίς να τους δοθεί ποτέ η ευκαιρία να πουν τη δική τους αλήθεια. Ήθελα να υπερασπιστώ αυτές τις “χαμένες ψυχές”. Να δώσω φωνή σε όσους ψάχνουν έναν δρόμο προς το φως, αλλά συχνά βρίσκουν μόνο εμπόδια.
Έτσι, το βιβλίο γράφτηκε σαν μια αισθητηριακή κραυγή: ένας συνδυασμός φόβου, τρυφερότητας, ενοχής, αλλά κυρίως ανάγκης για κάθαρση. Είναι μια ιστορία που δεν γεννήθηκε από κάποιο προσωπικό μου βίωμα, αλλά από μια βαθύτερη ανάγκη να φανεί πως ακόμη και μέσα στο σκοτάδι υπάρχει ελπίδα όταν κάποιος απλώνει χέρι βοηθείας.
Αν μπορούσες να εισέλθεις στον κόσμο που έχεις δημιουργήσει, τι θα ήθελες να δεις ή να βιώσεις εκεί;
Σε αυτή την ερώτηση θα μου επιτρέψετε να απαντήσω τι ΔΕΝ θα ήθελα να βιώσω στον κόσμο αυτού του βιβλίου. Ο κόσμος των Χαμένων ιχνών είναι ένας τόπος όπου οι ψυχές δοκιμάζονται, η σιωπή πονάει και η αλήθεια συχνά θάβεται κάτω από προκαταλήψεις. Δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση της Στέλλας – μιας γυναίκας που πνίγεται από τα βάρη της, που παλεύει να ισορροπήσει ανάμεσα σε μια απαιτητική επαγγελματική ζωή και στη μητέρα που θα ήθελε να είναι. Το ψυχικό της φορτίο, μετά μάλιστα και από τις φοβερές αποκαλύψεις για τη μοναχοκόρη της στη διάρκεια της ιστορίας, είναι κάτι που δεν θα ευχόμουν σε κανέναν.
Ούτε θα ήθελα να είμαι στη θέση της Αλεξάνδρας Βαγενά, η οποία είναι μια γυναίκα που κουβαλάει τους δικούς της προσωπικούς δαίμονες. Η εμπειρία της σε μια επαρχιακή πόλη που την αντιμετωπίζει με εχθρικότητα, καχυποψία και αδικαιολόγητη κριτική, είναι σκληρή. Η αμφισβήτηση των ικανοτήτων της –όχι λόγω αποφάσεων, αλλά λόγω της αιφνίδιας άφιξής της που ήρθε να ταράξει τα νερά αυτής της μικρής πόλης– είναι μια πραγματικότητα που βλέπουμε συχνά και στην αληθινή ζωή.
Πιστεύω πως ο κόσμος που δημιούργησα είναι ρεαλιστικός, αλλά γι’ αυτό είναι και δύσκολος. Δεν θα επέλεγα να ζήσω μέσα του. Θα προτιμούσα να τον παρατηρώ από απόσταση για να μπορώ να τον περιγράψω με καθαρότητα.
Ποιον χαρακτήρα από το έργο σου θα ήθελες να συναντήσεις στην πραγματική ζωή και γιατί;
Θα ήθελα να συναντήσω τη Στέλλα. Όχι από περιέργεια, αλλά από ανάγκη. Θα ήθελα να της προσφέρω τη στοργή που η ίδια αρνήθηκε στον εαυτό της. Να της πω πως δεν χρειάζεται να είναι τέλεια για να είναι καλή μητέρα. Να την ακούσω –πραγματικά, χωρίς κριτική–, γιατί η δική της εσωτερική φωνή έχει πνιγεί μέσα σε υποχρεώσεις, άγχη και αμέτρητα πρέπει.
Όμως, ταυτόχρονα, θα ήθελα και να τη μαλώσω. Να της θυμίσω πως η δουλειά και τα χρήματα που κερδίζονται από αυτή δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την παρουσία. Πως το παιδί της χρειαζόταν την προσφορά της, όχι μόνο την πρόθεσή της. Πως αφήνοντας την κόρη της ανεξέλεγκτη, επέτρεψε σε σκιές να εισβάλουν στη ζωή τους. Θα ήθελα να τη συναντήσω για να της μάθω αυτό που πολλές φορές ξεχνάμε: ότι ο γονιός δεν χρειάζεται να γίνει ήρωας ή η πηγή χρημάτων της οικογένειας, για να είναι αποδεκτός. Χρειάζεται να είναι παρών.
Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισες κατά τη συγγραφή αυτού του βιβλίου;
Η μεγαλύτερη πρόκληση για μένα ήταν η δημιουργία της Μαρίνας. Ήθελα να πλάσω μια ηρωίδα που, παρά το νεαρό της ηλικίας της, να προκαλεί έντονα συναισθήματα, μια φιγούρα που να γεννά πόθο, πάθος και ταυτόχρονα αντιπάθειες, αμφιβολία, θυμό. Αλλά δεν ήθελα απλώς να γίνει η “κακιά της υπόθεσης”. Έπρεπε να δημιουργήσω μια προσωπικότητα σύνθετη, με αιτίες, με βαθύτερα τραύματα, με κίνητρα που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά. Το δύσκολο ήταν να κρατήσω αυτή την ισορροπία, να φτιάξω δηλαδή μία κοπέλα που οι άλλοι αποστρέφονται, χωρίς όμως να της στερήσω την ανθρώπινη πλευρά της. Έπρεπε να καταλάβω εγώ η ίδια γιατί είναι έτσι, για να μπορώ να την παρουσιάσω αυθεντική. Κι αυτή η διαδικασία ήταν ψυχικά απαιτητική. Γιατί για να δημιουργήσεις έναν αντιπαθητικό και αντιδραστικό χαρακτήρα, πρέπει πρώτα να κάνεις ειρήνη μέσα σου με ό,τι απεχθάνεσαι. Ήταν πολλές οι φορές, κατά τη διάρκεια της συγγραφής, που μίσησα τη Μαρίνα· κι άλλες τόσες που τη συμπόνεσα βαθιά.
Πώς θα ήθελες να σε θυμούνται οι αναγνώστες σου;
Θα ήθελα οι αναγνώστες να με θυμούνται ως μια συγγραφέα που τους έκανε να νιώσουν. Όχι να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν, αλλά να ζήσουν μαζί με τους ήρωές μου την αγωνία, τον φόβο, τη σύγχυση, τη λύτρωση. Να με θυμούνται σαν κάποιον που άγγιξε το ευαίσθητο σημείο μέσα τους· εκείνο που συχνά αποφεύγουμε να αντικρίσουμε.
Θα ήθελα να με θυμούνται για τις ιστορίες μου που είπαν την αλήθεια όσο πιο γλυκά γίνεται και όσο πιο ωμά χρειάζεται. Για τις ιστορίες που έδωσαν χώρο στους αδύναμους, που δικαίωσαν τους παρεξηγημένους, που υπερασπίστηκαν όσους ένιωσαν ότι δεν είχαν δική τους φωνή.
Αν κάτι θέλω να αφήσω πίσω μου, είναι η αίσθηση ότι κάθε άνθρωπος, ακόμη και ο πιο σκοτεινός, μπορεί να αγαπηθεί – αρκεί κάποιος να τον κοιτάξει πιο βαθιά και, γιατί όχι, να καταφέρει να ρίξει φως στα σκοτάδια του.
Αν μπορούσες να αλλάξεις μία πτυχή του παγκόσμιου πολιτισμού ή της σημερινής κοινωνίας μέσω των έργων σου, ποια θα ήταν αυτή;
Θα ευχόμουν να αλλάξω την τάση μας να κρίνουμε εύκολα και να ακούμε δύσκολα. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου η γνώμη προηγείται της γνώσης· όπου η φήμη προλαβαίνει την αλήθεια· όπου οι άνθρωποι χαρακτηρίζουν χωρίς να έχουν προσπαθήσει να κατανοήσουν. Σε μια τέτοια κοινωνία, τα λάθη γίνονται τίτλοι και οι άνθρωποι γίνονται κατηγορίες: “η κακή μητέρα”, “το δύσκολο παιδί”. “η ξένη που δεν ταιριάζει στα δικά μας μέτρα”. Αν μπορούσα να αλλάξω κάτι, θα ήθελα να κάνω τους ανθρώπους να αναρωτηθούν πριν καταδικάσουν. Να σταματήσουν έστω και για μια στιγμή και να αναλογιστούν: Κι αν δεν ξέρω όλη την ιστορία;
Μέσα από τα βιβλία μου θέλω να καλλιεργήσω την ενσυναίσθηση – όχι ως θεωρία, αλλά ως αντανακλαστικό. Να γίνει ο κόσμος λίγο πιο επιεικής, λίγο πιο ανθρώπινος, λίγο πιο πρόθυμος να δει πίσω από τις πράξεις.
Ποιο βιβλίο ή ποιος συγγραφέας σε έχει επηρεάσει περισσότερο και γιατί;
Υπάρχουν συγγραφείς που με έχουν αγγίξει βαθιά, όχι μόνο από τον τρόπο γραφής τους, αλλά από την ικανότητά τους να αποδίδουν ανθρώπους αληθινούς, εύθραυστους, πραγματικούς. Συγγραφείς που δεν φοβήθηκαν να δείξουν το σκοτάδι των ηρώων τους και, παράλληλα, να το φωτίσουν με κατανόηση.
Με έχουν επηρεάσει κυρίως εκείνοι που γράφουν πρώτα με την ψυχή τους και μετά με τεχνική. Που αντιλαμβάνονται ότι το καλό βιβλίο δεν είναι απλώς μια πλοκή, αλλά μια εσωτερική πορεία. Από αυτούς έμαθα πως κάθε χαρακτήρας κουβαλάει τη δική του αλήθεια, ακόμη κι όταν αυτή είναι δυσάρεστη.
Κι έτσι, χωρίς να αντιγράψω κανέναν, πήρα έμπνευση από την τόλμη τους: γιατί κι εγώ, με τον δικό μου τρόπο, θέλω να γράφω ιστορίες που δεν φοβούνται να κοιτάξουν κατάματα την πραγματικότητα.
Με ποιον τρόπο η προσωπική σου ζωή και οι εμπειρίες σου επηρεάζουν το γράψιμό σου;
Η προσωπική μου ζωή επηρεάζει βαθιά το γράψιμό μου, όχι μέσα από γεγονότα, αλλά μέσα από συναισθήματα. Ό,τι έχω νιώσει –φόβος, αγωνία, ενοχή, απώλεια, αγάπη, τρυφερότητα– περνάει στους ήρωές μου. Κάθε ιστορία που γράφω έχει μέσα της κομμάτια από εμένα, ακόμη κι αν δεν τα βλέπει ο αναγνώστης.
Ως μητέρα, έχω μάθει πως το πιο ευάλωτο σημείο της καρδιάς είναι το παιδί μας. Αυτό το βίωμα είναι ένα από τα ισχυρότερα καύσιμα της γραφής μου, ειδικά σε ιστορίες όπου η μητρική αγωνία είναι κυρίαρχη.
Επίσης, οι εμπειρίες μου με τους ανθρώπους –οι καλές κι οι δύσκολες– με βοηθούν να πλάθω χαρακτήρες που έχουν ουσία, βάθος και αντιφάσεις. Όλοι μας έχουμε δει ανθρώπους να κρίνονται άδικα, να παρεξηγούνται, να πληγώνονται βαθιά. Αυτές οι εμπειρίες γίνονται για μένα υλικό όχι για παρατήρηση, αλλά για κατανόηση.
Γράφω για να καταλαβαίνω τον κόσμο, αλλά και για να τον ξορκίζω.
Αν έπρεπε να περιγράψεις το έργο σου με τρεις λέξεις, ποιες θα ήταν αυτές και γιατί;
Αγωνία – Αλήθεια – Λύτρωση
Αγωνία: γιατί η ιστορία ξεδιπλώνεται μέσα σε μια ένταση που χτίζεται σε κάθε σελίδα.
Αλήθεια: γιατί κανένας χαρακτήρας δεν είναι εξιδανικευμένος· όλοι είναι ανθρώπινοι, ατελείς, αληθινοί.
Λύτρωση: γιατί ακόμη και μέσα στο σκοτάδι υπάρχει χώρος για φως, για συγχώρεση, για δεύτερες ευκαιρίες.
