diavasame.gr • «Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει» της Αγγελικής Μπούλιαρη
Έχοντας διαβάσει το εμβληματικό «Ουώλντεν ή Η ζωή στο δάσος» του Θορώ σε πολύ νεαρή ηλικία, μια φράση από το βιβλίο έμεινε για πάντα χαραγμένη στη μνήμη μου ως προειδοποίηση: «Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν ζωές ήσυχης απελπισίας». Μεγαλώνοντας κατανόησα πόσο εύκολο και συχνά πόσο βολικό φαίνεται να ενταχθείς σε αυτή την κατηγορία: να ακολουθήσεις την πεπατημένη, να «ησυχάσεις», να ζήσεις όπως οι άλλοι περιμένουν από σένα και όχι όπως εσύ επιθυμείς.
Αυτή τη ζωή επέλεξαν οι γυναίκες της διπλανής πόρτας στη συλλογή διηγημάτων της Αγγελικής Μπούλιαρη. Και οι έξι ηρωίδες της είναι γυναίκες γνώριμες από το επαγγελματικό και κοινωνικό περιβάλλον ή μπορεί να είναι κάλλιστα οι μαμάδες μας: εγκλωβισμένες ανάμεσα στο δίπτυχο δουλειά-οικογένεια, άφησαν στην άκρη τη δική τους ζωή. Έβαλαν τα όνειρά τους σε παύση ή, πιο σωστά, σε αναμονή. Και ένα πρωί, σχεδόν ξαφνιασμένες, σαν να συνειδητοποιούν ότι ξέχασαν κάτι σημαντικό, γυρίζουν πίσω για να κοιτάξουν, να δουν αν εκείνα τα όνειρα περιμένουν ακόμα ή βαρέθηκαν και πήγαν να γίνουν τα όνειρα κάποιου άλλου.
Από τη συγκινητική πρώτη ιστορία που έδωσε και τον εξαιρετικό τίτλο στο βιβλίο, όπου η κόρη ανακαλύπτει το ημερολόγιο και την άγνωστη μέχρι τότε πλευρά της μητέρας της, έως τη με πικρό χιούμορ καταγραφή μιας τραυματικής εμπειρίας στα χέρια των «ειδικών της ομορφιάς» που πουλάνε χαμένη νιότη σε κουρασμένες από τη ζωή τους γυναίκες, και από εκεί στον σκληρό μάλλον ρεαλισμό της «Βραδινής κατάκλισης», μιας σκηνής που επαναλαμβάνεται σε χιλιάδες συζυγικά κρεβάτια, οι ηρωίδες έχουν έναν κοινό παρανομαστή: είναι γυναίκες σύγχρονες που έχουν βάλει τη ζωή τους προ πολλού σε σειρά, αλλά ταυτόχρονα βιώνουν το ψυχολογικό κενό, κοιτώντας την παγωμένη εσωτερική τους οθόνη όπου έχουν πατήσει και ξεχάσει πατημένο το pause στην ταινία της ζωής τους. Οι σύζυγοι, άλλοτε τρυφεροί και άλλοτε αποξενωμένοι, είναι πάντοτε αλλού, οι εραστές, πλατωνικοί, πραγματικοί ή φαντασιακοί, είναι μακρινοί και για λίγο, οι φίλες είναι παρούσες αλλά παλεύουν με τα δικά τους: μόνο τα παιδιά, διατηρούν ακόμα τον συναισθηματικό δεσμό με τις γυναίκες του βιβλίου, δικαιώνοντας σε κάποιο βαθμό την επιλογή τους να ζήσουν αυτή τη ζωή και όχι όλες τις άλλες πιθανές εκδοχές της.
Το αισιόδοξο κλείσιμο της συλλογής με την ιστορία που ξεχώρισα περισσότερο, την αλληγορία με τον μικρό «Δράκο της Πανσελήνου», αφήνει ένα ανοιχτό παράθυρο ελπίδας: η ηρωίδα αποφασίζει επιτέλους να πατήσει το play, δηλώνοντας «ανέβαλα τα όνειρά μου, δεν τα ακύρωσα». Και είναι αλήθεια, και ίσως το μοναδικό κριτήριο για να «ζυγίσεις» τους ανθρώπους που έχεις δίπλα σου, ότι όποιος σε αγαπάει δεν σου ζητάει ποτέ να ακυρώσεις τα όνειρά σου.
Πηγή: http://www.diavasame.gr/page.aspx?itemID=PPG1385_1273