Culturenow.gr • Γιάννης Φιλιππίδης: Για το βιβλίο Λούσιfair, η βασίλισσα της Κυψέλης
Ο Γιάννης Φιλιππίδης, συγγραφέας του μυθιστορήματος με τίτλο «Λούσιfair, η βασίλισσα της Κυψέλης» μιλάει για το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άνεμος.
Συνέντευξη στη Βάσω Παπαδοπούλου
Έξι χρόνια φανερής συγγραφικής δραστηριότητας, έξι βιβλία . Τι είναι για σένα καθένα απ’ αυτά;
Η επαφή με τις λέξεις, ξεκινάει πάντα, χρόνια αρκετά πριν φανεί δημόσια. Η δική μου τριβή με τα βιβλία, γυρίζει πίσω περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια. Αλλά όταν ξεκινάει ζεστά μια τέτοια ενασχόληση, δεν επιστρέφεις στην από τα πριν σου σκέψη, αποκτάς άλλο πρίσμα, αυτό της πεζογραφίας. Στατιστικά είμαστε ένα προσωπικό βιβλίο ανά χρόνο, αλλά ο δείκτης ψεύδεται. Υπήρξαν διαστήματα μεγαλύτερης σιωπής κι άλλα, μ’ ασταμάτητη δράση, σαν τα τρέχοντα. Για μένα, κάθε βιβλίο είναι μια στάση στο χρόνο: στέκομαι, βλέπω, ερωτεύομαι κάτι. Μια σκέψη, μια ιδέα, ένα γεγονός ή το ίδιο το θυμικό μου. Εκεί ξεκινάει ένα ταξίδι, κάποιες φορές πολύχρονο ώσπου να φτάσεις στην ολοκλήρωση, που λαμβάνει χώρα μόνον όταν νιώσεις, ότι καταλήγοντας στις τελευταίες σελίδες ενός βιβλίου, έχεις πει κάτι διαφορετικό, ανείπωτο με τον ίδιο τρόπο. Για μένα, είναι ασυνείδητο στοίχημα με την πλήξη, να μη μοιάζουν πολύ, το καθένα να ’ναι ένα διαφορετικό σχέδιο.
Αισθάνεται σκηνοθέτης ένας συγγραφέας, γράφοντας;
Παντοδύναμος αισθάνεται. Αφού το κόστος του ονείρου, βγαίνει από μέσα σου και δεν πιάνεται, τον λογαριασμό τον πληρώνει το θυμικό. Αλλά σ’ απελευθερώνει να λειτουργείς με τον ολοδικό σου τρόπο. Ο σκηνοθέτης θα χρειαστεί συχνά να στηριχτεί στην παραγωγή ενός έργου για να προχωρήσει, ο συγγραφέας θα χρειαστεί να ρισκάρει συναισθηματικά, θα παίξει τα συναισθήματά του τα ίδια κορόνα-γράμματα, αυτό είναι το δικό του κόστος για να ονειρευτεί και να επενδύσει σε εικόνα, ήχο, σενάριο κι όλες τις ανθρώπινες αισθήσεις, αξιοποιώντας τη φαντασία και την τεχνική που αναπόφευκτα, αποκτάς με το χρόνο.
Παράγει μοντέλα συγκεκριμένων βιβλίων αυτή η τεχνική; Ή αποτελεί μέσο.
Μοντέλο δε μπορεί να γίνει μ’ ανθρώπους σαν εμένα, που την ίδια στιγμή το μυαλό μου είναι δω και την άλλη στην Κίνα, δε το θες κιόλας να ακολουθείς μια ασφαλή πεπατημένη. Τέχνη για μένα είναι η διαφορά. Η τεχνική απλά σε αποδεσμεύει από μικρές ανασφάλειες, πρακτικού χαρακτήρα παρατηρήσεις, που σ’ ωριμάζουν σα πένα, αλλά και σαν άνθρωπο.
Ωριμάζει ένας συγγραφέας στη διάρκεια ενός βιβλίου;
Ακόμα κι ένας αναγνώστης ωριμάζει διαβάζοντας, γιατί αφήνεται στους δικούς του συνειρμούς, αντιμετωπίζει τα γραπτά δρώμενα με το δικό του τρόπο. Πολλώ δε μάλλον ο ίδιος ο συγγραφέας. Που ξεκινάει συχνά ανύποπτος να εμπλακεί σε μια μυθιστορία, που δε διανοείται πόσο θα τον απογυμνώσει ή πόσο ευτυχισμένο θα καταφέρει να τον κάνει.
Και λίγο πριν το τέλος της χρονιάς, κατακλύζει τον κόσμο ένα βιβλίο με αστραφτερό εξώφυλλο, σα τη «Λούσιfair», τη βασίλισσα της Κυψέλης. Πες μας περισσότερα.
Απρόοπτα μπήκε στη ζωή μου η Λούσιfair, Λουκία στο πραγματικό της όνομα, ξεπηδώντας μάλιστα από ένα άλλο μου μυθιστόρημα , τον «Εραστή, τη μέλισσα κι ένα μικρούλι “αχ”». Ντάλα ο Αύγουστος κι εγώ πλάι σ’ ένα περίπτερο σε μεσημέρι ανάμεσα σ’ ένα «γύρισμα» και μια φυγή, μακριά απ’ το κλεινόν άστυ. Ο ασυνάρτητος τρόπος οδήγησης ενός περαστικού οδηγού κι η αστεία κίνηση ενός περιπτερά, ήταν τη στιγμή της διαπίστωσης, ότι η τρέλα μας δε παλεύεται πια με τίποτα. Μέσα στο επόμενο δίωρο, έγινε μια βιαστική αλλά έγκυρη οντισιόν στους προϋπάρχοντες χάρτινους ήρωές μου. Σκέφτηκα αυτόματα, το κριτήριο στην οντισιόν αυτή, θα ‘τανε ένα μονάχα: Ποιος ή ποια πρόσωπα, θ’ άντεχαν μια εποχή μακρά σαν την περίοδο, που ’χουμε γλιστρήσει. Η απόλυτη Ελληνίδα εργαζόμενη, ανθεκτική, με σφιγμένη γροθιά και γλώσσα ασυγκράτητη, που απαντάει καίρια τόσο σε εξωτερικά ή κοινωνικά ζητήματα, όσο κι αυτά που άπτονται την οικογενειακή της ζωή και κάθε συναίσθημα που τη χαρακτηρίζει.«Βλέπει» ένα μυθιστόρημα σα τη «Λούσιfair» την κοινωνία, έχει ανεπτυγμένους αισθητήρες σ’ όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας;
Και βέβαια, το βρίσκω αναγκαίο, στη Λούσιfair αποκτά μέρος της δράσης όσα συμβαίνουν γύρω μας. Η σατιρική της διάθεση δρα υπερβατικά, όσο και θεραπευτικά στην απομάκρυνση της γενικευμένης τρέλας που μας περιβάλλει, επιχειρεί να μας διασώσει για λίγο από την ομαδική –για να μην πω κοινωνική- παράκρουση. Οι ήρωες βιώνουν όσα κι όλοι εμείς τα τελευταία πολλά χρόνια: την ανισορροπία μας, το «πότε Βούδας, πότε Κούδας» μας. Η Λουκία λοιπόν, παίρνει την ιστορία της ζωής της από την αρχή, αρκετά παρέμεινε ζώντας μονάχα ως μάνα. Η εποχή απαιτεί δράση, εναλλακτικότητα, θυσία περισσότερου εργατικού χρόνου, αλλά και φαντασία με στόχο πάντα ωφέλιμο για όλους. Στα χρόνια της κρίσης, υπάρχουν στιγμές που οι πιο πολλοί από μας, παθαίνουμε ή θα θέλαμε να πάθουμε, ό,τι οι ηθοποιοί αποκαλούν «σεντόνι», το να τα ξεχάσεις προς στιγμήν όλα δηλαδή. Φόροι ουρανοκατέβατοι, ειδήσεις απειλητικού χαρακτήρα κι ένα πλήθος κακών οιωνών ή φημών, τελματώνουν συχνά το νου μας, προκαλούν ανεπαίσθητα εγκεφαλικά επεισόδια. Στη «βασίλισσα της Κυψέλης» τρεις γυναίκες, αποφασίζουν να δουλέψουν, έτσι όπως δεν είχαν μάθει. Η δυσκολία θα τους διδάξει την ανθεκτικότητα, την επιμονή, θα τις βοηθήσει να μη ξεχάσουν να ονειρεύονται το μέλλον τους με τρόπο όμορφο.
Ο αναγνώστης ενυπάρχει δηλαδή μέσα στο βιβλίο;
Πάντα. Η σχέση βιβλίου κι αναγνώστη είναι αμφίδρομη, χωρίς αρχή και τέλος. Γιατί, είναι ο Γιάννης πρώτ’ απ’ όλα ένας από τους αναγνώστες. Αυτός, το περιβάλλον των φίλων του κι όλα όσα τον επηρεάζουν ή χρήζουν περαιτέρω ερεύνης, περνάνε μέσα από το φίλτρο του πεζογράφου, που εκφράζει ένα τμήμα της οπτικής του συνόλου, της ίδιας της κοινωνίας. Οποιοσδήποτε εν δυνάμει αναγνώστης, θα βρει κάτι δικό του σε όποιο βιβλίο κι αν συμβεί να πιάσει στα χέρια του. Απλά κάποια απ’ αυτά τα βιβλία, θα κοντέψουν περισσότερο σ’ όσα τον εκφράζουν.
Πώς φαντάζεται ο Γιάννης σα συγγραφέας το μέλλον;
Με ελπίδα, αλλά και με μπόλικη γλυκιά τρέλα, δε βγαίνει αλλιώς. Έπαψα να κάνω τον έξυπνο, προβλέποντάς το. Τα πάντα αλλάζουν με το χρόνο, πόσο μάλλον με τον τρόπο που ζούμε. Αλλά ωριμάζοντας, έχω την αίσθηση ότι αντιλαμβάνομαι καλύτερα, τις ακριβές αξίες μας. Αυτό ξεπερνάει τα μέσα της έκφρασής μου μέσα από τα βιβλία, γράφοντας βλέπεις, ανακαλύπτω ή εστιάζω σε πράγματα που θεωρούσα ασήμαντα και δεν είναι καθόλου. Επανατοποθετούμαι απέναντι σε όσα ακλόνητα: τη ζωή, τα «θέλω» μου, τις ευκαιρίες να λειτουργώ εναλλακτικά, διαφεύγοντας από την απελπισία ή αυτή τη χαρακτηριστική απορία-απόγνωση, που συχνά φέρουμε στην έκφρασή μας τα τελευταία χρόνια. Κρατάω για μένα και τ’ αγαπημένα μου πρόσωπα τα καλύτερα, συχνότερα κλείνω, παρά ανοίγω μια τηλεόραση .
Η «Λούσιfair» πενηνταρίζει, όταν ξεκινάει και πάλι να ζει μέσα από μια καινούργια δουλειά, που ως τώρα δεν είχε φανταστεί. Άλλοτε, θα τη χαρακτηρίζαμε «μεγάλη» για μια τέτοια επανεκκίνηση. Η σχέση σου με τον χρόνο ποια είναι; Τον φοβάσαι ή έχεις βρει τρόπο να τον διαχειρίζεσαι;
Αδιαφορώ για τον χρόνο σαν έννοια, δεν εκτιμάται κατά τη γνώμη μου. Ποιος γνωρίζει αν θα ζήσουμε συνολικά λίγο ή πολύ; Άλλοι κρίνουν ότι τον ορίζουν με το να παλεύουν ν’ αγγίξουν την ταχύτητα του φωτός, άλλοι πάλι θέλουν τον χρόνο τους για καθετί. Εγώ στέκομαι σ’ όσα συμβαίνουν, χρονοκαθυστερώ γοητευτικά ανταλλάσσοντας νέα με τους φίλους μου, δίνω τον αναγκαίο χρόνο σαν υπεύθυνος των εκδόσεων του «Ανέμου» σε κάθε νέο όνειρο-βιβλίο μας. Η συγκρότηση υπονοείται γιατί είναι αναγκαία για ένα πρόγραμμα σα το δικό μου, αλλά ο χρόνος παραμένει απροσδιόριστος κι αφηρημένος, ίσως και διαφορετικά τρέχων για τον καθένα μας. Το λιγότερο που νιώθω γι’ αυτόν, είναι φόβος. Το μόνο που φοβάμαι είναι το δυσάρεστο αναπόφευκτο που φέρνει συχνά η ροή του, η κακή είδηση που δεν αντιμετωπίζεται, η απώλεια που δεν παλεύεται. Υγεία κι ισορροπία έχουμε ανάγκη, όλα τ’ άλλα θα τα βρούμε στη διαδρομή, ακόμα και με τόσο δραματικές αλλαγές γύρω μας κι ως ένα βαθμό σίγουρα μέσα μας. Ζούμε ανάμεσα στο πριν και το μετά μας, δες: η Λούσιfair είναι σήμερα 52, αλλά δε γνωρίζει αν θα ζει ως τα 62 ή τα 92. Κανείς δεν μπορεί να της φορέσει την ταμπέλα της μέσης ηλικίας σε μια τέτοια γυναίκα, πολλώ δε μάλλον στη συγκεκριμένη, που έχασε στο δρόμο και κάποια χρόνια, ζώντας χωρίς συνείδηση. Φοβάται, αλλά της περισσεύει η όρεξη, έχει μάθει να εκτιμάει την καλύτερη οπτική, που φέρνει η ωριμότητα της. Αλλά ο ηλικιακός της προσδιορισμός είναι εφηβάκι, έστω και εσωτερικά, ποτέ δε βγαίνει σε κακό αυτό. Κι ίσως θα ’τανε καλό, να κλέψουμε λίγη από την επιμονή και την αντοχή της, να της επιτρέψουμε να μας δείξει, πως ξαναστάθηκε η ίδια κι η οικογένειά της στα πόδια τους.
"Λούσιfair, η βασίλισσα της Κυψέλης", "Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου",
"Ο εραστής, η μέλισσα κι ένα μικρούλι 'αχ'",
"Μα, το ψάρι είναι φρούτο",
"Κρατάς μυστικό;",
"Ζωή με λες",
κυκλοφορούν από την «Άνεμος εκδοτική».