Ο Μπάμπης Δερμιτζάκης γράφει για το «Ζωή με λες»
Την ίδια χρονιά με το «Κρατάς μυστικό», το οποίο παρουσιάσαμε στο Λέξημα, ο Γιάννης Φιλιππίδης εκδίδει και ένα άλλο βιβλίο, όχι όμως μυθιστόρημα όπως το προηγούμενο, αλλά με κείμενα διάφορα, 31 τον αριθμό. Στα κείμενα αυτά γνωρίζουμε και έναν άλλο Φιλιππίδη, όχι μόνο τον πεζογράφο αλλά και τον ποιητή. Ακόμη ακόμη και τον θεατρικό συγγραφέα.
Τα κείμενα θα μπορούσαμε να τα χωρίσουμε σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία θα εντάσσαμε τα πεζογραφικά, τα αμιγώς πεζογραφικά. Σ’ αυτά ο Φιλιππίδης μας αφηγείται διάφορες ιστορίες, προσωπικές και μη. Από τα «προσωπικά» τρία φιλιά αντιγράφουμε το τέλος.
«Η βροχή συνέχισε ως το μεσημέρι. Κι από προορισμό σε προορισμό, βράχηκα πολλές φορές ως την αργοπορημένη επιστροφή μου στο σπίτι. Αλλά ένα αχνό χαμόγελο το ’νοιωθα στην έκφρασή μου.
Ήταν η ευδαιμονία. Από τα τρία μας φιλιά. Κι αυτή, δεν θ’ άλλαζε από καμιά αναποδιά της μέρας» (σελ. 81). Το «Ζωή με λες» που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο είναι ο μονόλογος μιας κοπέλας με αποδέκτη τον αγαπημένο. Τελειώνει ως εξής: «Ζωή με λες και θα ’θελα, να μ’ αγκαλιάζεις πιο συχνά, να δραπετεύουμε από την ασκήμια, από ανησυχίες που φωνάζει η μέρα και τις μασκαρεύει το σκοτάδι, που απλώνεται ταυτόχρονα με το νυχτερινό βουητό, που φέρνουν πρόθυμα οι ανεξέλεγκτες στροφές στο πληγωμένο σου συναίσθημα» (σελ. 143).
Το πιο εκτενές κείμενο του βιβλίου είναι «Το αρμυρό φιλί της Στυλιανής», 18 σελίδες. Πρόκειται για την ιστορία μιας άτυχης κοπέλας που έμεινε μέρες πάνω σ’ ένα ψηλό βράχο αγναντεύοντας το πέλαγο μήπως φανεί το καράβι με τον αγαπημένο της, τρώγοντας μόνο λίγες ελιές. Η μάνα της την έχασε, κάποιοι που την είδαν την πληροφόρησαν πού βρίσκεται. Έτρεξε να τη βρει όμως ήταν πια αργά, δεν βρήκε παρά μόνο το άδειο σακούλι με τις ελιές.
«Κάποιοι αρχίνισαν τα βράδια στα νυχτέρια, να μιλάνε για τη νεράιδα. Στα λευκά. Όπου στεκόταν εκεί στο ίδιο μέρος, έλεγαν. Κάτω απ’ το θηλυκό πεύκο, με τις μεγάλες κουκουνάρες» (σελ. 53-54).
Η ιστορία αυτή μου θύμισε έναν άλλο βράχο, την κορυφή της θεάς, shen nu feng στα κινέζικα, που διαβάσαμε στο κινέζικο αναγνωστικό. Η θεά ερωτεύτηκε τα «τρία φαράγγια», ένα από τα αξιοθέατα της Κίνας, και έμεινε στη γη αφού μεταμορφώθηκε σε βράχο, για να βοηθάει τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τους ναυτικούς.
Στη δεύτερη κατηγορία θα κατατάσσαμε θεατρικούς διαλόγους, του στυλ «Εκείνος και εκείνος», για να θυμηθούμε μια δημοφιλή σειρά της ΕΡΤ πριν χρόνια, μόνο που εδώ είναι «Εκείνος και εκείνη». Η στιχομυθία είναι κοφτή και σύντομη, έχοντας την ίδια νατουραλιστική αμεσότητα που επισημάναμε και στα διαλογικά μέρη του «Κρατάς μυστικό». Να δώσουμε ένα μικρό χαρακτηριστικό απόσπασμα από το «Μέρες και νύχτες με τον καθρέφτη μου ΙΙ».
«-Έχεις ώρα να καπνίσεις. -Ξεχάστηκα με την κουβέντα. -Καπνίζεις αβέρτα. -Δεν το ελέγχω. Αλλά θα ’θελα. -Όταν θες κάτι, απλά το κάνεις. -Δεν είν’ έτσι. -Και πώς είναι; -Πολλά θέλουμε να κάνουμε· αλλά δεν μπορούμε. -Όλα τα μπορούμε…» (σελ. 125-126).
Στην τρίτη κατηγορία θα κατατάξουμε τα ποιήματα, αφού σημειώσουμε ότι και τα πεζά έχουν κατά τόπους ένα ποιητικό χαρακτήρα. Όμως υπάρχουν και μικρά πεζά εντελώς ποιητικά, όπως το «Φθαρμένο εξώφυλλο».
«Δέρμα λεπτό στο φως, το πρόσωπο. Γραμμές με διαδρομές σκέψεων σε δρόμους χωμάτινους, μπλεγμένους ανάμεσα σε στεριές από στάχυα, φοβισμένα από σμήνη αναιδών ακρίδων, που γέρνουν πεινασμένη τη σκιά πάνω από τ’ αθέριστα. Φθαρμένο εξώφυλλο παλιού μυθιστορήματος το απροσδιόριστό σου βλέμμα, βιβλίο τριμμένο απ’ τα πολλά αγκαλιάσματα, τις πρόσκαιρες εμπιστοσύνες βιαστικών αναγνωστών, που αρνήθηκαν τη χάρη άξιων μυστικών, κι είχες απλώσει άσκεφτα πλάι τους, τόσες ελπίδες. Άσε το στόμα σου μισάνοιχτο, στη μοναξιά που τριγυρίζει σε ώρες αιχμηρές για το συναίσθημα κι αφουγκράσου σαν να μην είσαι ’κει, φθόγγους και φόβους, που φωνάζουν από μόνοι τους» (σελ. 55).
Στα περισσότερα από τα καθαρά ποιήματά του πολλές φορές πρωτοτυπεί, δίνοντάς τους μια κατά κάποιο τρόπο πεζή φόρμα, με το να μη βάζει τους στίχους σε ξεχωριστή γραμμή αλλά να τους χωρίζει με μια παχιά άνω τελεία. Θα παραθέσουμε το ποίημα «Στα μάτια σου».
Στα μάτια σου γίνομαι φως άπλετο • ικανό να φωτίσει μέρες και νύχτες ακριβές • ζεστή ανατολή γεμάτη ελπίδες • μαβί ηλιοβασίλεμα • ν’ αγκαλιάσω τη νοσταλγία σου • γίνομαι σελίδες ανοιχτού βιβλίου • γεμάτου λέξεις για εικόνες και ταξίδια • που δεν έγιναν ποτέ • αλλά θαρρείς και υπήρξαν (σελ. 59).
Όμως το πιο πρωτότυπο στα ποιητικά του είναι η χρήση σε κάποια από αυτά μιας poésie concrète, στο βαθμό που το επιτρέπουν οι δυνατότητες του κειμενογράφου. Στον «Ήλιο να μου χαρίζεις τα πρωινά» κάποιες λέξεις είναι σε μεγαλύτερη γραμματοσειρά, ενώ ο τελευταίος στοίχος διαγράφει ένα ημικύκλιο. Υπάρχουν κι άλλα τέτοια.
Το τελευταίο ποίημα του βιβλίου με τίτλο «Σιωπή», είναι γραμμένο σε σχήμα κοχλία. Δεν ξέρω αν το word δίνει αυτή τη δυνατότητα, βλέπω όμως τα όρια του ηλεκτρονικού κειμένου. Θα στριφογυρίσω το βιβλίο για να διαβάσω το κείμενο, πράγμα που θα μπορούσα να κάνω και σε tablet, όχι όμως και στην οθόνη ενός pc. Βέβαια θα μπορούσε να διαβαστεί σε μορφή εικόνας, στρέφοντάς τη διαδοχικά αριστερά.
«Δεν μπορώ να εκφράσω ούτε μια λέξη όρθια, συντακτικό αχανές, χαοτικό. Πνιγμοί δευτερολέπτων από στιγμιαία ασφυξία. Χρόνος με πρόσημο αρνητικό. Ομίχλη στις μεγάλες μου προτάσεις, καμιά ξεκάθαρη εικόνα. Μονάχα ασαφείς ευχές ίσαμε για να βρίσκονται κι αυτές. Ανάγκη να σβήσω το φως. Σιωπή» (σελ. 155).
Το βιβλίο κοσμείται με άφθονες ωραιότατες καλλιτεχνικές φωτογραφίες της Ρενέ Ρεβάχ, σε κάποιες από τις οποίες βρίσκονται και κείμενα, μια ακόμη πρωτοτυπία του Φιλιππίδη. Πρωτότυπο, ερωτικό και ποιητικό το βιβλίο του, του ευχόμαστε και από αυτές τις γραμμές να είναι καλοτάξιδο.