Page 6 - «Στα μούτρα σου!» - Μιχάλης Κατσιμπάρδης - Άνεμος Εκδοτική
P. 6
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΙΜΠΑΡΔΗΣ
κή. Κάθε φορά πάντως που ο αγροφύλακας γυρνούσε στο
σπίτι μετά από τσιπουροκατάνυξη μασούσε καλού κακού
ένα κλωναράκι μέντα από τη γλάστρα της γειτόνισσας για
να μην τον πάρει μυρουδιά η γυναίκα του, η κυρά Διαμά-
ντω, που σ’ όλη της τη ζωή ανησυχούσε για την υγεία των
άλλων – και ειδικά του προκομμένου του άντρα της. Αυτή
ήταν που τον κουβάλησε με το στανιό στην πόλη για τις τα-
κτικές εξετάσεις, φέρνοντας μαζί της και το καντήλι τους,
που δεν ήθελε να τ’ αποχωριστεί ποτέ, καθότι ήταν θρήσκα
γυναίκα από τα μικράτα της. Μια βδομάδα έμειναν στης κό-
ρης τους μέχρι να βγουν τ’ αποτελέσματα κι ο κυρ-Βασίλης
ούτε μια μέρα δε σταμάτησε την γκρίνια.
«Οι δουλειές πάνε πίσω κι εγώ κάθομαι εδώ λες και
κάνω διακοπές…»
«Τι κλαψουρίζεις μωρέ συνέχεια;»
«Οι δουλειές μου, λέω, πάνε πίσω…»
«Ποιες δουλειές μού τσαμπουνάς; Για το καφενείο να μι-
λάς, μονάχα αυτό σου λείπει».
«Μαράζωσα, ρε γυναίκα, εδώ πέρα, λες κι είμαι φυλα-
κισμένος!»
«Κανείς δε σε υποχρέωσε να ριζώσεις στην πολυθρό-
να. Εκεί σε παίρνει ο ύπνος, εκεί στρώνεσαι για φαΐ, νισάφι
πια…» τον αποπήρε η κυρά Διαμάντω.
«Ε, καλά, κάτι μου είπες και συ τώρα…»
«Βρες κάτι ν’ ασχοληθείς, δε στ’ απαγόρεψε κανείς. Πιά-
σε τον κήπο και καν’ τον ν’ ανθίσει, φύτεψε κανένα μποστα-
νάκι, αυτό τουλάχιστον το ξέρεις καλά. Να συνεφέρεις λι-
γάκι τον κήπο τους για να γλιτώσουμε κι εμείς από την γκρί-
νια σου…» και άρχισε αγχωμένη να λιβανίζει το σπίτι προ-
12